- οινοπαραλημπτής
- οἰνοπαραλημπτής και, κατά δ. γρφ., οἰνοπαραλήμπτης, ὁ (ΑΜ)επιστάτης παραλαβής οίνου, αυτός που αναλαμβάνει την πώληση οίνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + παραλημπτής (< παραλαμβάνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.